- κιγχονικός
- -ή, -ό1. (για φάρμακα) αυτός που περιέχει κιγχόνη ή αναφέρεται σ' αυτήν2. φρ. (βιοχ.) «κιγχονικό οξύ» — οργανικό οξύ που προέρχεται από το κιγχομερονικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cinchonic < cinchon- (πρβλ. κιγχόνη) + κατάλ. -ic].
Dictionary of Greek. 2013.